- αφόντας
- σύνδ. χρον., αφότου, από τότε που: Αφόντας ξενιτεύτηκε μας ξέχασε.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αφόντας — και ντες και ντις 1. από τότε που, αφότου 2. όταν, αφού 3. από τη στιγμή που, ευθύς ως … Dictionary of Greek